Βουκολίδης

Βουκολίδης
Βουκολίδης: son of Bucolus, Sphelus, Il. 15.338†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βουκολίδης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουκολιδῶν — Βουκολίδης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουκολίδα — Βουκολίδᾱ , Βουκολίδης masc nom/voc/acc dual Βουκολίδης masc voc sg Βουκολίδᾱ , Βουκολίδης masc gen sg (doric aeolic) Βουκολίδης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουκολίδαο — Βουκολίδᾱο , Βουκολίδης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”